Σάββατο 27 Μαΐου 2017



                               Γελωτοποιός
Τα κουδουνάκια με ειδοποιούσαν πάντα πως ερχόταν
Δυο δυο σε κάθε του μανίκι
Κι ακόμη ένα μεγαλύτερο –στην άκρη στο καπέλο
Αμίλητη φασαρία πολύχρωμη
κόκκινο κίτρινο και μαύρο
πορτοκαλί με πράσινο. Και λίγο μαύρο
Πάντα υπήρχε λίγο μαύρο:
όσο δοκίμαζε τις πόζες του
άνοιγε τα σαγόνια
κατάπινε τους ώμους, τα πόδια, το καπέλο
τα χρώματα που έλιωναν στο στόμα
τέλος το λευκασμένο πρόσωπο
με το ζωγραφιστό χαμόγελο
Δεν ήθελα να τον κοιτάζω πια
να σπάσω μόνο ήθελα το επίμονο χαμόγελο
Ας σπάραζε
Θα ήταν πιο παρήγορο
Θα σήμαινε τουλάχιστον
Πως κάποτε οι ματιές μας
Πιασμένες χέρι χέρι
Μίλησαν για τον πόνο

Τα κουδουνάκια απομακρύνονταν πάντα τελευταία 
Μέσ’ το μυαλό μου τα ακούω να ηχούν ακόμη
σαν απειλή
Δεν ξέρω αν είναι από φόβο
ή από μια συνήθεια απλή
Ακόμα τον περιμένω

















            Πρώτη δασκάλα

Στο δρόμο της για το χωριό
ίσως φορούσε το μαύρο ταγεράκι
χλωμό μπλουζάκι χαμογελαστό,
τα μαλλιά σε σχήμα φωτοστέφανου

Μας άφησε στα δύσκολα
ανορθόγραφους
όσο μαθαίναμε τους χρόνους
της οριστικής απώλειας
Παρηγοριά μας
τα πρόσωπα αμέτρητα
του ρήματος θυμάμαι
φωνής παθητικής, μας έλεγε
Λάθος
Θυμάμαι
ρήμα φύσης ενεργητικής,
θα πει δημιουργώ αμύθητη
προσωπική περιουσία κεκτημένου χρόνου
Παραδείγματος χάριν
τη θυμάμαι
σκυμμένη στα τετράδια μιας ζωής
να σημειώνει τις  παραφωνίες
να εντοπίζει τ’ αγεφύρωτα κενά
στα διαλείμματα
να πίνει τον καφέ πικρό
απαρηγόρητη
να φεύγει
χωρίς προειδοποίηση,
τη θυμάμαι
ένα σπασμένο πόδι
πίσω της να σέρνει,
κάτι σαν ντροπή
σαν δικαιολογία.
















Mήδεια Ι

Καημένη μάνα
Ώρες ώρες απορώ μαζί σου. Τόσο αδύναμη, εσύ, που κάποτε το έσκασες απ΄ το παλάτι του πατέρα σου μαζί με το χρυσάφι του. Για τα μάτια ενός ωραίου Έλληνα ταξιδευτή.
Τόσο απρόβλεπτη. Σ’ αγαπώ. Και σε λυπάμαι.
Οργώνεις τα δωμάτια σαν τρελή, τραβάς τα μαλλιά σου, γδέρνεσαι. Κι έπειτα στολίζεις όπως όπως την ασχήμια σου –μην τάχα κι έρθει εκείνος.
Μάταια. Ο πατέρας όπου να ΄ναι φέρνει τη νέα γυναίκα του, από βασιλική γενιά και τούτη. Σε διατάζει να τη σέβεσαι –αλλιώς σε διώχνει αμέσως. Δεν έχει το θεό του – σε τρελαίνει.
Κι εσύ τον απειλείς τάχα με ύβρεις και κατάρες, πως θα του κόψεις το κορμί με το πιο ακριβό μαχαίρι.
Καημένη, μάνα. Αφού τον αγαπάς ακόμη. Ποτέ σου δε θα σήκωνες χέρι επάνω του. Όλα τα χρυσάφια γύρω μας εσύ του χάρισες με την καρδιά σου. Απόμεινες πάμφτωχη.
Μοναδική περιουσία σου, εμείς εγώ και ο αδελφός μου. Αρκέσου στην αγάπη μας, πιο πλούσια να γίνεις. Ή, αν αντέχεις, φύγε. Θα σε ακολουθήσουμε.
Δύστυχη, και τη ζωή μου θα ‘δινα για σένα.
Άλλη επιλογή δεν έχεις. Η τύχη και η δόξα σου εμείς,
εγώ και ο αδελφός μου.












Μήδεια ΙΙ

Τα παιδιά μου έρχονται συχνά στο σπίτι
Παίζουμε το παιχνίδι
που αγαπούνε περισσότερο
Τις νύχτες κοιταζόμαστε
μάτια κόκκινα αμίλητα
κυνηγούν το παραμύθι
χαμένο μέσα μου
Τα ξεγελάω
με λόγια ξύλινα γλυκά
Απ’ τα σπασμένα στόματα
ηχούνε οι ανάσες 
κοροϊδία
Όταν βαριούνται
χορεύουνε πιασμένα χέρι χέρι
Με βάζουνε στη μέση
αδύναμη μικρή
πάνω μου ξερνάνε
ουρλιαχτά και όνειρα
φωνάζω -ησυχία επιτέλους!-
βιάζομαι να συγυρίσω
κάθε απόδειξη της ύπαρξής τους
Ποιον κοροϊδεύω άραγε;
Δεν ξέρω από παιδιά
Πανηγυρίζουν κρεμασμένα
στις τεντωμένες μου χορδές 
ενώ τους εξηγώ
όσο πιο απλά μπορώ
ότι δε φταίω
που δεν αγάπησα ποτέ κανέναν
ούτε τον εαυτό μου
και τίποτε δικό μου
πριν κινδυνεύσω να το χάσω
-ή αφού το έχασα
Τους αρέσουνε οι δικαιολογίες
τις βρίσκουνε αστείες
τις αρπάζουν παίζουνε μαζί τους
τις σπάνε τις χαλάνε
για να διασκεδάσουν
Λίγο μόνο ησυχάζουν
Έπειτα ζητάνε κι άλλες






















         Το μυστικό παιδί
                   
Ο πατέρας δεν υπήρξε γενναιόδωρος
κρατούσε στις ντουλάπες του
πανάκριβα κρυμμένα χάδια
λέξεις βαρύτιμες αγάπης
στα σεντούκια
κλείδωνε τις σκέψεις του

Τα βράδια κάπνιζε πολύ
και έπινε
Θα ΄ταν καλύτερα
αν μας άφηνε
να πάρουμε το φόβο του μια βόλτα
απ’ το χέρι    
σαν τον μικρό μας αδελφό

Κι όμως αν μας έβλεπε
θα θύμωνε ο πατέρας
θα προσπαθούσε να μας απειλήσει
με όπλα ενηλίκου
να μας αιχμαλωτίσει
δεμένους χειροπόδαρα
με το καθήκον μας
να παριστάνουμε παιδιά
ενήλικων γονέων
                 




                     «Αυτόπτης μάρτυρας», της Ελευθερίας Σταυράκη
    Την ιστορία τους μου αφηγήθηκαν τα ίδια τα πουλιά -αρκετά χρόνια μετά το συμβάν. Γέρικα πια και με περίεργες συνήθειες, βυθισμένα σε μια ιδιόμορφη μοναξιά - ίσως λόγω της ψυχοσύνθεσης που διαμορφώνουν ζωικά είδη προορισμένα για μαζική κατανάλωση. Γαλοπούλες! Ποτέ μου δεν είχα σ’ εκτίμηση το κρέας τους. Τα Χριστούγεννα στο σπίτι τρώμε συνήθως κοτόπουλο με κουκουνάρια και κάστανα ή χοιρινό στο φούρνο. Έσπευσα να το διευκρινίσω εγκαίρως –προς αποφυγήν παρεξηγήσεως- αποσιωπώντας ωστόσο τα σνίτσελ και τα φιλέτα γαλοπούλας σε περιόδους δίαιτας. Φάνηκαν να ικανοποιούνται και να χαλαρώνουν λίγο.
     Εκείνη τη μέρα, θυμήθηκαν, όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει οριστικά. Ο μεγάλος αρσενικός κρεμασμένος ανάποδα, με τα πόδια σφιχτοδεμένα, ανέπνεε τις τελευταίες σταγόνες της εξοχής ιδρωμένης από την πρωινή ζέστη-ή έτσι νόμιζε, αν υποθέσουμε ότι οι οσμές αυτές δύσκολα θα μπορούσαν να διαπεράσουν την πηχτή ξινίλα του σκοτωμένου αίματος και να φτάσουν εγκαίρως μέχρι τη γραμμή παραγωγής. Λίγα μέτρα πιο πέρα μπορούσε να διακρίνει ήδη τα κορμιά σφαγμένα των δικών του, της γυναίκας και των παιδιών του – είχαν πολλά, τους άρεσε να γεννοβολούν. Εκείνη τη στιγμή τα μάτια του τρεμόπαιξαν, το λεπίδι που πλησίαζε σταμάτησε ακριβώς δίπλα στο λαιμό του, το μαρτύριο έπαιρνε παράταση: πάνω που σφράγιζε τα βλέφαρα με προοπτική αιωνιότητας, ένιωθε να επιστρέφει σφοδρότερη η ζαλάδα του επικείμενου πόνου. Το κορμί του σφίχτηκε μια γροθιά απόγνωσης, τότε ήταν που συνάντησε το βλέμμα του γιου του, ένας απόμενε, τον έβλεπε καθαρά απέναντι, στην παράλληλη γραμμή παραγωγής, κρεμόταν ολοζώντανος ανάποδα - πλάι του σταματημένο το λεπίδι.
     Θα πέθαιναν μαζί λοιπόν μόλις ερχόταν το ρεύμα. Οι μηχανές ακούστηκαν πάλι βραχνιασμένες, η δουλειά ξεκινούσε, αυτό ήταν, τα δυο πουλιά κρατήθηκαν για τελευταία φορά από τα βλέμματά τους. Το ρεύμα κόπηκε ξανά. Κάτι σοβαρό συνέβαινε, οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν και φώναζαν. Ένας ανάμεσά τους, παχουλός με μαύρο λιπαρό κεφάλι, σκούπισε τα αίματα από τα χέρια στην ποδιά του, εσείς οι δυο, είπε μέσ’ από τα δόντια, κάποια δύναμη θέλει να ζήσετε. Κι έκοψε τα σχοινιά. Πρώτα ο ένας, μετά ο άλλος έβλεπαν ξανά τον κόσμο απ’ την καλή.
    Ο άνθρωπος μετέφερε στην αυλή του τα πουλιά. Εκείνα τα Χριστούγεννα προτίμησε να φάει ψάρι – κ ήταν ήσυχος με τη συνείδησή του γιατί, όπως υποστήριζε, κάτι διέκρινε αλλιώτικο στο βλέμμα τους, ολοένα καθαρότερα κοιτάζανε σαν άνθρωποι που επέζησαν από μια συμφορά μεγάλη, ένα ολοκαύτωμα, ενώ η σωτηρία τους αποδείκνυε τη στέρεη δύναμη των καλών προθέσεων της τύχης.
     Γιατί δευτερόλεπτα μετά το συμβάν η γραμμή παραγωγής συνέχισε απτόητη το ταξίδι της για μήνες, χρόνια, μέχρι σήμερα που μιλάμε. Όσο για τα δυο πουλιά, δεν έβγαλαν έκτοτε ποτέ τον ήχο αυτόν τον τόσο χαρακτηριστικό του είδους τους. Άσε που δεν παύουν να κοιτάζονται ακόμη και όταν τρώνε, ίσως και όταν κοιμούνται. Λες και ανά πάσα στιγμή μπορεί ν’ απειλήσει το λαιμό τους μια αόρατη λεπίδα στο μη μετρήσιμο χρόνο μιας μεταφυσικής γραμμής παραγωγής. Τα ίδια πάντως ισχυρίζονται πως δε φοβούνται πια το θάνατο αλλά τη μοναξιά, αν τύχαινε ετούτη τη φορά σ’ αυτή τη γραμμή παραγωγής η τύχη να πάρει πρώτα το κεφάλι τού ενός και έπειτα του άλλου.
                                              Ροζ

     «Τα μονοπάτια όπου βαδίζεις για να μεγαλώσεις
  να’ ναι σπαρμένα με πληγές καλοδεχούμενες» έλεγε
      και δίπλωνε στην παλάμη μου μία σταγόνα φως.
                  Να καλοπιάνω,έλεγε, το κόκκινο.

         Ύπουλο χτύπημα στη φτέρνα της απώλειας.








  












                                         Το κακομαθημένο
Το κοριτσάκι ακολουθούσε τη γυναίκα παρά τη θέλησή του - σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τη σταματήσει είχε αφεθεί να κρέμεται με όλο το βάρος του από το μπράτσο της. Και έτσι εκείνη αναγκαζόταν πια να το σέρνει δαπανώντας όλα τα ψυχικά και σωματικά της αποθέματα στο δρόμο για το σπίτι.
Τα παιδικά μάτια μάτωναν από τη στεναχώρια. Πνίγονταν οι ανάσες μέσα σε λυγμούς, παραμορφωμένες από το παράπονο λιγοστές λέξεις  κατάφερναν να υψώσουν το ανάστημά τους ανάμεσα σε άγριες φωνές και ξεσπάσματα κάθε είδους.
Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις η γυναίκα αγωνιζόταν να παραμένει ψύχραιμη. «Πρέπει να λογικευτείς», συμβούλευε το κοριτσάκι, «δεν μπορείς να κάνεις πάντα το δικό σου, κι εγώ κουράστηκα να τρέχω πίσω απ’ τις επιθυμίες σου. Και μην αλλάζεις συνέχεια γνώμη. Με τρελαίνεις.»
Το κοριτσάκι αδυνατούσε να καταλάβει τη σκληρή συμπεριφορά, βασανιζόταν από αναπάντητες απορίες και ανεκπλήρωτους πόθους. Βέβαια, πού και πού, όταν η γυναίκα δεν άντεχε τις κλάψες του το ξεγελούσε με κάποιο μικρό δώρο. Ωστόσο φρόντιζε πάντα να διαλέγει προσεκτικά ό,τι έκρινε εκείνη πως το παιδί είχε ανάγκη, χωρίς να υποχωρεί στις παράλογες απαιτήσεις που τόσο την άγχωναν.
Κάποτε η γυναίκα μεγάλωσε μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο. Το κοριτσάκι δε μεγάλωσε ποτέ. Όταν η γυναίκα ρώτησε το κοριτσάκι αν τώρα πια, που την έβλεπε γριά και ανήμπορη, σκόπευε επιτέλους να σταματήσει να κλαίει, εκείνο έκλαψε πιο γοερά παρά ποτέ.  





Δελτίο καιρού

Πυκνές νεφώσεις,
διψασμένα μάτια θα γευτούν
την αγωνία της ζωής κρυμμένης
από τα σύννεφα
Κατά τ’ άλλα,
η μέρα αναμένεται χλωμή, κάπως αδύναμη
σαϊτιά στα σπλάχνα τ’ ουρανού
που αστόχησε-και δεν αλλάζει τίποτα
παραπατάει το ξύλινο τόξο
θα πέσει στα κεφάλια μας
ξερνώντας χρώματα της ίριδας
πολύχρωμη η σκιά του θα συρθεί
στα λασπωμένα σύννεφα
θ’ αναζητήσει να τραφεί
βαθιά στης νύχτας τον παράλογο πυρήνα

η αλήθεια της
θα επιβληθεί
με δύναμη χρησμού

                                                                
                                                   Δεσμοί αίματος
Κάθε πρωί
Αξημέρωτα σηκωνόταν από το κρεβάτι. Πριν οτιδήποτε άλλο ετοίμαζε ένα ζεστό τσάι στη σκοτεινή ακόμη κουζίνα. Το μετέφερε προσεκτικά στο μεγάλο τραπέζι. Τραβούσε μία καρέκλα-πάντοτε την ίδια- στη γωνία που του εξασφάλιζε πανοραμική θέα στο δωμάτιο.
Υπό την επήρεια της γοητείας του ύπνου έπιανε να μουτζουρώνει, να ζωγραφίζει, να σημειώνει λευκά χαρτιά μπροστά του χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να διακόπτει για κανένα λόγο την εργασία του, ήρεμος και συγκεντρωμένος. Μέχρι που το φως της μέρας τραβούσε τη σκανδάλη και σκότωνε τη μαγεία.
Τότε έπινε μια τελευταία γουλιά από το κρύο τσάι και τυλιγμένος στην πιο βαθιά ανάσα του χανόταν στο δρόμο για τη δουλειά.

Κάθε απόγευμα

Επέστρεφε στο σπίτι θολωμένος. Μετά το γεύμα –συνήθως σύντομο και λιτό- ξάπλωνε στον καναπέ, για λίγο. Ακόμη ζαλισμένος, αναζητούσε τις πρωινές μουτζούρες. Ανάμεσα σε πλήθος ασυναρτησιών και  παραμορφώσεων διέκρινε τις μορφές τους. Άλλοτε ήταν γνώριμες άλλοτε άγνωστες παντελώς. Με τη μαλακή μύτη του μολυβιού ιχνηλατούσε προσεκτικά αναζητώντας να συμπληρώσει τα περιγράμματα -στο άγγιγμά του οι φιγούρες ριγούσαν, ζωντάνευαν λες και τις κούρδιζε. Ήταν όμορφα ν’ ακούει τις ιστορίες τους. Κάθε βράδυ, ως αργά. Μέχρι που έπεφτε για ύπνο.
Ποτέ
Δεν αισθάνθηκε ιδιόρρυθμος. Γιατί γνώριζε πως έτσι μπορεί να συμβαίνει στον καθένα. Με τη διαφορά ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, όπως και ο ίδιος πολλά χρόνια πριν, προτιμούν να θυσιάζουν στο κρεβάτι το διάστημα από την αποσύνθεση του ύπνου ως την ανάδυση πλήρως της συνείδησης. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγουν τις αμήχανες συναντήσεις με παράξενα πλάσματα, περίεργες σκέψεις και βέβαια τις παραμορφωμένες χάρτινες φιγούρες – που στη δική του περίπτωση αποτελούσαν ένα είδος οικογένειας.

                                                                                    Ελευθερία Σταυράκη

                               Γελωτοποιός Τα κουδουνάκια με ειδοποιούσαν πάντα πως ερχόταν Δυο δυο σε κάθε του μανίκι Κι ακόμη ...