Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗΣ (CRITICA DE LA POESIA) Για την «Ιθαγένεια», πρώτη ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Σταυράκη


                         ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗΣ (CRITICA DE LA POESIA)
              Για την «Ιθαγένεια», πρώτη ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Σταυράκη


Δύο ενότητες συγκροτούν την Ιθαγένεια και ο άξονας που τη διατρέχει είναι οι δεσμοί. Εξ αίματος οικογενειακοί καταγωγής δεσμοί στο πρώτο μέρος (γέννηση, παιδική ηλικία, νεότητα,) εξ αγχιστείας δεσμοί με τις ύστερες επιλογές ης ποιήτριας στο δεύτερο μέρος.
Σε α΄ και β΄ πρόσωπο κυρίως και σε χρόνους τού παρελθόντος διαβάζουμε τα ποιήματα της α’ ενότητας, ενώ το α’ πρόσωπο και ο ενεστώτας κυριαρχούν στη δεύτερη.
Να χαλαρώσει τους κρίκους αυτών των δεσμών που τη δένουν αλλά και ομφάλιοι λώροι που πρέπει να λυθούν είναι ο στόχος στην πορεία για το «πού θα βρει της ψυχής την ιθαγένεια» όπως και ο τίτλος της συλλογής.
Πώς πορεύεται σε αυτή την αναζήτηση ταυτότητας; Με ανάλυση ή και αυτοανάλυση -με όρους της ψυχολογίας- είναι η δική μου πρώτη σκέψη και αίσθηση από την ανάγνωση. Τι ζητάει να λύσει η ποιήτρια; Αν η αναζήτηση των πηγών ζωής είναι και πηγή της ποίησης θαρρώ πως αυτό συμβαίνει και με την ποίηση της Ελευθερίας. Μια αναζήτηση για ανασύνθεση της ψυχής και της ζωής επιχειρεί σε αυτή τη συλλογή. Μια ανασύνταξη της ταυτότητας, ποιητικά όμως δοσμένης, ακόμα και στα λίγα πεζά ποιήματα που περιέχει.
Ψάχνοντας τα δακτυλικά αποτυπώματα του πρότερου βίου στην α’ ενότητα επιστρέφει στο παρελθόν και συναντιέται πάλι με όλα όσα σημαδεύουν, πονούν, τραυματίζουν –και τον καθένα μας άλλωστε- με όλα τα ανθρώπινα της ζωής εν γένει. Ως προς αυτό και η ποίηση της Ελευθερίας είναι ειλικρινής και ανθρώπινη.  Θα μου πείτε, αν έτρωγε λίγους λωτούς, θα ήτανε μια κάποια λύση ανακουφιστική. Χαρίζουν όμως οι λωτοί τη λήθη σε όλα αυτά; Επουλώνονται τραύματα, πληγές και απώλειες; Ή πόσο μπορούν να μείνουν ανολοκλήρωτες και ατακτοποίητες οι κρίσιμες ηλικίες;
Έτσι ξεκινώντας από το τρίτο κιόλας ποίημα της α’ ενότητας, το ροζ, η ποιήτρια επιστρέφει στο παρελθόν και θυμάται λόγια μεγάλης πείρας ζωής, μια παρακαταθήκη που ενσταλάζει στην παλάμη της μια ανιούσα γυναικεία μορφή, μιας γιαγιάς ίσως. Είναι αυτή που προετοιμάζει την ποιήτρια για τα δύσκολα που επιφυλάσσει η ζωή. Πληγές δηλαδή και απώλειες που ματώνουν. Από το φως πάνω στο κόκκινο του αίματος προκύπτει και το ροζ του τίτλου (κείμενο 1).
Κι έρχεται με το επόμενο ακριβώς ποίημα Επίγνωση να επιβεβαιώσει πόσο κόκκινο χρειάζεται για να ζήσει. Πόσες πληγωμένες κόκκινες μέρες πεταλούδες χρειάστηκε να καρφιτσώσει στη ζωή της. (ανάγνωση επιλεγμένων στίχων)
Άλλο ερώτημα: αλήθεια πώς μεγαλώνουμε; Δύσκολα τα μαθήματα της ζωής. Κυρίως η μάνα και η δασκάλα μας τα παραδώσουν. Χρειάζεται όμως –παρά την πολύχρονη μαθητεία μας- να περπατήσουμε χιλιόμετρα ζωής για να διαμορφώσουμε τις αξίες και την υπεραξία της. Και πόσος άλλος αλήθεια χρόνος θα χρειαστεί για να διαπιστώσουμε τραγικά λάθη στις εγκατεστημένες πρακτικές μέχρι να μεγαλώσουμε; Μας το λένε καθαρά τρία ποιήματα που αφορούν στη σχέση μάνας-παιδιού, δασκάλας-μαθητή (Υπεραξία, Γυναίκα, Πρώτη δασκάλα).
Άλλη μια αναμέτρηση με τις κρίσιμες ηλικίες διαβάζουμε πάλι στους στίχους της πρώτης εξ αίματος ενότητας. Με την επιστροφή αυτή στην παιδική ηλικία η ποιήτρια επαναπροσδιορίζει τον εαυτό της. Την παρακολουθούμε με θέληση και υπομονή μέσα από ένα σπασμένο καθρέφτη –που προσπαθεί να σηκώσει στο ύψος του προσώπου της- να καταφέρνει τελικά να δει καθαρά τον εαυτό της στον πρότερο βίο. Σε ώριμο πια στάδιο ζωής έγκαιρα και με εκπληκτική δύναμη θέλει να επιστρέψει να συμβιώσει πάλι και με ανάλογη ενσυναίσθηση μπαίνει στους ρόλους των προσώπων με τους εξ αίματος οικογενειακούς δεσμούς. Θέλει να ξαναζήσει τις παιδικές και της νεότητάς της τις εικόνες, τα πρόσωπα και τα συναισθήματα. Όλα δηλαδή όσα τη σφράγισαν και όλους μας σφραγίζουν.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής μέσα από υπερρεαλιστικούς στίχους  σαν «μικρές θάλασσες» τη βλέπουμε να αγκαλιάζει τα παιδικά χρόνια και με αγάπη να διασώζει τα μικράτα της, με όλα τα κύματα και τα σύννεφά τους. «Αδέσποτα θα ‘ταν ακόμα», όπως μας λέει στις μικρές θάλασσες.
Στο δεύτερο ποίημα Γέννηση δίνει καθαρά τον τόπο της ταυτότητας, την πατρίδα της, το Βόλο. Από τους μύθους της γενέτειρας, με τους Κενταύρους, τον Ιάσονα και την Αργώ στο μακρινό ταξίδι, από αυτούς πήρε το πρώτο μάθημα μέσα από τους μύθους, τότε που μικρή ακόμη τίποτα δε γνώριζε από ταξίδια ζωής. Κι έτσι, άμαθη και μονοσάνδαλη, αποφασίζει να κτίσει τη ζωή στη θάλασσα και ν’ απομείνει τελικά χωρίς πατρίδα. 
Σ’ αυτή την πατρίδα επιστρέφει αργότερα στη β’ ενότητα με την Πατριδογνωσία. Ώριμη πια, όταν συχνά την πνίγει η νοσταλγία, ξαναγυρίζει στην παλιά πατρίδα έτσι όπως μικρή τη ζωγράφιζε «μ’ ένα πανί γαλάζιο / το γλάρο να γυροφέρνει» το καραβάκι όμως χάρτινο τώρα.
Άλλο κυρίαρχο θέμα στο εξ αίματος μέρος της συλλογής οι κεντρικές γυναικείες μορφές. Γυναίκα και η ποιήτρια συναντιέται με ανιούσες προγονικές γυναικείες μορφές «στο μέσον πορείας βασανιστικής στο γυναικείο σώμα». Το ποίημα Ψιλή Κυριότητα (νομικός ο όρος φυσικά) αποτελεί μια εξαιρετική παρουσίαση του πώς κληροδοτείται παραδοσιακά η γυναικεία φύση ή μοίρα από γενιά σε γενιά (ανάγνωση).
Καταφεύγοντας και πάλι στο μύθο της πατρίδας (λίγο πειραγμένο) στα ποιήματα Μήδεια Ι και Μήδεια ΙΙ μας δίνει τις δικές της εκδοχές για τη μυθική μορφή της γυναίκας και τη σχέση της με τα παιδιά. Στη Μήδεια Ι ο μονόλογος της μικρής κόρης προς τη μάνα δυνατός και παρηγορητικός, σαν από στόμα ενήλικο, δίνει έντονα το φόβο μιας πιθανής εγκατάλειψης ή και του ξολοθρεμού ακόμη.
Ενώ στη Μήδεια ΙΙ η εξομολόγηση με όρους ψυχανάλυσης για τη σχέση μάνας Μήδειας με τα παιδιά της βιώνεται τραγικά (κείμενο).
Έρχομαι τώρα στο ερώτημα αν ο χρόνος, καθώς μεγαλώνουμε, μας αλλάζει. Είναι ένα ερώτημα που ανακύπτει στην ποίηση της Ελευθερίας και μας αφορά. Στα τελευταία ποιήματα της α’ ενότητας Γυναίκα, Το Μυστικό παιδί, Whatif, Πρότερος βίος και στο πεζό ποίημα Το κακομαθημένο δίνεται η απάντηση στο πόσο έντονα διατηρείται το παιδί μέσα της, κακομαθημένο μα τόσο πολύ ευαίσθητο. Αλλά και με όλα όσα παραμένουν μέσα της/μας ριζωμένα, οι φόβοι, η απόρριψη, απαίτηση ή ανάγκη για χάδια και αναγνώριση, για λίγη ενθάρρυνση ή επικοινωνία και εμπιστοσύνη που ο καθένας χρειάζεται για να μεγαλώσει (επιλογή στίχων από τα παραπάνω ποιήματα).
Στη β’ ενότητα Εξ αγχιστείας συναντιόμαστε με αναγνωρίσιμα οικεία βιώματα και όψεις της ζωής σαν αυτά της ποιήτριας. Σε χρόνο ενεστώτα και πρώτο πρόσωπο πλέον στο ποίημα Περίπατος διαβάζουμε στίχους όπως  στ. 1-4, πίσω από βαριές… κρυφοκοιτάζουν.
Στο ποίημα Απλώνομαι η ποιήτρια απλώνεται σε απέραντο ταξίδι μοναξιάς. Τη μέρα καλεί έναν «πήγασο» στον ήλιο να την ανεβάσει σε ουρανούς δράσης και επιθυμίας, όμως το ηλιοβασίλεμα αιμορραγεί στα δάκτυλά της κι ως τη νύχτα ολοκληρώνει πάλι το κάδρο του ανέφικτου.
Στο Οξύμωρο ζει το κρύο και τη μοναξιά σαν τους χειμώνες εκλιπαρώντας να ανοίξει επιτέλους μια άνοιξη μια αιθρία στη ζωή της. Πάντα όμως μετρώντας και υπολογίζοντας τα παλιά της λάθη σε κάθε καινούργια αρχή. Αλλού πανηγυρίζει μικρές κατακτήσεις «έστω λίγα εκατοστά κατακτημένου δρόμου εντός της» με στοίχημα να τρέχει πάντα διατηρώντας τ’ όνειρο  στο ποίημα Στοίχημα.
Στα δυο ταξίδια στο ποίημα Μέδουσα μόνιμος -από παλιά- αντίπαλος και σε μια διαρκή πάλη ο φόβος. Μαζί του διαρκώς παλεύει. Όποιο παιχνίδι όμως κι αν επιστρατεύεται στο τέλος βρίσκεται πάλι μπροστά στο ανέφικτο μιας πλήρους συμφιλίωσης με τον παλιόφιλο το φόβο της. Χωρίς να εγκαταλείπει την προσπάθεια στο ποίημα Σε πείσμα όλων, χωρίς να την εγκαταλείπουν και οι φόβοι, ξέρει πλέον να περιμένει, παίρνει αποφάσεις, θέλει δίπλα της όμως το θάρρος και την τύχη για να περάσει απέναντι και να τα καταφέρει σε πείσμα όλων των εμποδίων. Στα άλλα δύο, πραγματικά ωραία ποιήματα, το Δελτίο καιρού και τον Γελωτοποιό αντικρίζει κατά πρόσωπο την πραγματικότητα του εαυτού της για την πορεία και τις προοπτικές της ζωής. Στο Δελτίο καιρού η πρόβλεψη δε δίνει ξεκάθαρη διέξοδο, γιατί αν και οι μέρες προβλέπονται νεφώδεις –με κάποιες άστοχες σαϊτιές καλοκαιρίας- κάπου εκεί στο όνειρο «της νύχτας τον παράλογο πυρήνα» εκεί θα τραφεί η ελπίδα για το μέλλον. «Η αλήθεια θα επιβληθεί με δύναμη χρησμού» έτσι τελειώνει ποντάροντας φυσικά στην παραβίαση κάθε αρνητικού δελτίου πρόβλεψης. Πάντα υπέρ του ονείρου.
Στο Γελωτοποιό υπέροχα αποδίδεται το τραγικό και κωμικό όπως συνοδοιπόροι συμπορεύονται στη ζωή μας. Δείχνει μια εξοικείωση η ποιήτρια με την «αμίλητη πολύχρωμη φασαρία» στη λευκή χαμογελαστή μορφή του γελωτοποιού και το γνώριμο ήχο από τα κουδουνάκια του. Δεν αντέχει τέτοιου είδους απάλυνση του πόνου. Θέλει να σπάσει αυτό το επίμονο χαμόγελο κι ας σπαράξει. Παρόλα αυτά πάντα τον περιμένει.
Στις επιλογές της Ελευθερίας Σταυράκη σημαντική θέση κατέχει και ο δεσμός της φιλίας. Βράδια πολλά στο ποίημα Οδός Θεσσαλίας, συναντήσεις με συνθηματικά χαμόγελα, γλώσσα ευαισθησίας στις κουβέντες, οι αναμνήσεις και κάτω στην κουζίνα μυρωδιές της επικοινωνίας. Εντυπωσιακός ο απόλυτος σεβασμός στις σχέσεις αυτής της φιλίας σε κάθε επιλογή όπως της ζωόφιλης Ελευθερίας και της vegetarian φίλης, που αρνείται «να τραφεί με σάρκα/κι όμως να ψωνίζει του χασάπη/που ‘χει τέσσερα παιδιά/για να μην κλείσει». Σε κάθε βήμα της φίλης το σπίτι της Οδού Θεσσαλίας ξεφυτρώνει καινούργιο.
Το β’ μέρος κλείνει με ένα πεζό ποίημα σε τρία μέρη. Με αυτό κλείνει και η Ιθαγένεια. Ο τίτλος Δεσμοί Αίματος. Τι γυρεύουν οι Δεσμοί Αίματος στους εξ αγχιστείας; Τι σημαίνει αυτό; Έτσι διαλέγει η ποιήτρια να παρουσιάσει τον εαυτό της δεμένο με δεσμούς αίματος με την ποίηση πλέον. Ολοκληρώνει έτσι τη συλλογή Ιθαγένεια κλείνοντας τους κρίκους των δεσμών αίματος και αγχιστείας. Στο κείμενο αυτό –για το πώς γράφεται η ποίηση-το γ’ πρόσωπο είναι αρσενικό. Αυτό είναι μια επιλογή γενίκευσης της αντωνυμίας «ο εαυτός» της. Αυτόματη εδώ η γραφή με τις αυτόματες κινήσεις που υπαγορεύει το υποσυνείδητο, όταν μουτζουρώνουμε χαρτιά για να ανασυρθούν στο συνειδητό επίπεδο όλα όσα εν υπνώσει –στα όνειρα της νύχτας- προσπαθούν να ανασυνταχθούν στο πρωινό φως. Υπάρχει όμως κι αυτό το νορμάλ των άλλων ανθρώπων που τόσο τους δυσκολεύει στην ανάγνωση του ποιητή με τα παράξενα πλάσματα, τις περίεργες σκέψεις και εικόνες που το υποσυνείδητο του υπαγορεύει. Ο ποιητής, εδώ η ποιήτρια της Ιθαγένειας, θα συνεχίσει να παλεύει και να ζωγραφίζει σε στίχους  τις φιγούρες των ονείρων της που είναι κάτι σαν οικογένεια γι’ αυτήν. Αυτό θα γίνεται αδιαλείπτως, εσαεί, όσο κι αν φαντάζει στα μάτια των άλλων ως αθεράπευτη ιδιορρυθμία. Έτσι γράφεται η ποίηση, μουτζουρώνοντας ακατάπαυστα σχέδια στο χαρτί, αφήνοντάς τα να μιλήσουν ελεύθερα ή και όπως περιγράφεται η δουλειά του ποιητή στα δύο άλλα ποιήματα Οίστρος και Προφήτης ποιητής.
Οι λέξεις στους στίχους της Ιθαγένειας μας μεταφέρονται κατά γράμμα μεταξύ τους δεμένες στο νόημα και βέβαια ποιητικά δοσμένες σε λεκτικά σύνολα στους άστικτους στίχους, άλλοτε μεταφορικά άλλοτε υπαινικτικά κι άλλοτε παγωμένες στην κυριολεξία. Πάντοτε όμως καλοδιαλεγμένες για να υπηρετήσουν τον ποιητικό λόγο.
Όσο για το εξώφυλλο που λειτουργεί σαν την πρόσοψη του βιβλίου –με αρχιτεκτονικούς όρους- αυτό ανταποκρίνεται εύλογα και στη δομή και στο περιεχόμενο της συλλογής. Με κυρίαρχο χρώμα το κόκκινο του αίματος στα γράμματα του τίτλου και μια πρωτεϊκή μορφή ενός «ιθαγενή» ζωγραφισμένη σε πέτρα το βρίσκω ευρηματικό. Είναι έργο του Τάσου Παπαηλιού.

Τέλος, στους ψεύτες καιρούς που ζούμε, η Σταυράκη με πολλή αλήθεια και καθαρότητα πλάθει και αναπλάθει το δικό της κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

                               Γελωτοποιός Τα κουδουνάκια με ειδοποιούσαν πάντα πως ερχόταν Δυο δυο σε κάθε του μανίκι Κι ακόμη ...